ύνιον

ύνιον
τὸ, Α
βλ. υνί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στηθύνιον — και πιθ. τ. στηθήνιον, τὸ, Α υποκορ. μικρό στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος, πιθ. αναλογικά προς το χελ ύνιον, υποκορ. τού χελύνη] …   Dictionary of Greek

  • υνί — το / ὕνιον, ΝΑ, και γυνί και γενί και υνίο και υννίο Ν [ὕνις] νεοελλ. το τραπεζοειδές αιχμηρό μεταλλικό έλασμα στο άκρο τού αρότρου, που εισδύει στο έδαφος και τό ανασκάπτει 2. παροιμ. «βρήκε η νύφη μας το υνί πίσω από την πόρτα» λέγεται γι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”